ἔξεσις: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔξεσις]], η (Α)<br />[[αποπομπή]] γυναίκας, [[διαζύγιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[έσις]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίημι]])]. | |mltxt=[[ἔξεσις]], η (Α)<br />[[αποπομπή]] γυναίκας, [[διαζύγιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[έσις]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίημι]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔξεσις:''' -εως, ἡ ([[ἐξίημι]]), [[απόρριψη]], [[αποπομπή]], [[διαζύγιο]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dismissal, divorce, γυναικός Hdt.5.40.
German (Pape)
[Seite 879] ἡ, dasselbe, γυναικός, Ehescheidung, Her. 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξεσις: -εως, ἡ, ἀπόπεμψις γυναικός, ἤτοι διαζύγιον, Ἡρόδ. 5. 40.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
répudiation.
Étymologie: ἐξίημι.
Greek Monolingual
ἔξεσις, η (Α)
αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)].
Greek Monotonic
ἔξεσις: -εως, ἡ (ἐξίημι), απόρριψη, αποπομπή, διαζύγιο, σε Ηρόδ.