αγριέλαιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(1) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγριέλαιος]], -ον (Α)<br />[[ἀγριελαία]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αγριελιά]] ή αυτός που [[είναι]] φτιαγμένος από [[ξύλο]] αγριελιάς<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως ουσιαστικό) | |mltxt=[[ἀγριέλαιος]], -ον (Α)<br />[[ἀγριελαία]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αγριελιά]] ή αυτός που [[είναι]] φτιαγμένος από [[ξύλο]] αγριελιάς<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ [[ἀγριέλαιος]]<br />α) η [[αγριελιά]]<br />β) <b>(Εκκλ.)</b> μεταφορικά, ο μη [[χριστιανός]], ο [[ειδωλολάτρης]]: «ἡ [[ἀγριέλαιος]] ἐγκεντρισθεῑσα τῷ [[ὄντως]] καλῷ καὶ ἐλεήμονι λόγῳ... [[καλλιέλαιος]] γίγνεται». | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
ἀγριέλαιος, -ον (Α)
ἀγριελαία
1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς
2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος
α) η αγριελιά
β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος ἐγκεντρισθεῑσα τῷ ὄντως καλῷ καὶ ἐλεήμονι λόγῳ... καλλιέλαιος γίγνεται».