αηδία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀηδία]])<br /><b>1.</b> αηδιαστική [[γεύση]], [[ανοστιά]], σιχασιά<br /><b>2.</b> αηδιαστικό [[αίσθημα]], [[αποστροφή]], [[απέχθεια]], [[αντιπάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανόητος]] [[λόγος]], [[βλακεία]], [[σαχλαμάρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>2.</b> [[μισητή]], οχληρή [[παρουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αηδής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αηδιάζω]]].
|mltxt=η (Α [[ἀηδία]])<br /><b>1.</b> αηδιαστική [[γεύση]], [[ανοστιά]], σιχασιά<br /><b>2.</b> αηδιαστικό [[αίσθημα]], [[αποστροφή]], [[απέχθεια]], [[αντιπάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανόητος]] [[λόγος]], [[βλακεία]], [[σαχλαμάρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>2.</b> [[μισητή]], οχληρή [[παρουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αηδής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αηδιάζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀηδία)
1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά
2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια
νεοελλ.
ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα
αρχ.
1. δυσαρέσκεια
2. μισητή, οχληρή παρουσία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδής.
ΠΑΡ. αηδιάζω].