εὐηθικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐηθικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[ευήθης]]<br /><b>1.</b> [[ευήθης]], με καλό [[ήθος]], καλό χαρακτήρα<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[αφελής]], [[χαζός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐηθικῶς</i><br />ανόητα, χαζά.
|mltxt=[[εὐηθικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[ευήθης]]<br /><b>1.</b> [[ευήθης]], με καλό [[ήθος]], καλό χαρακτήρα<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[αφελής]], [[χαζός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐηθικῶς</i><br />ανόητα, χαζά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐηθικός:''' -ή, -όν ([[εὐήθης]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[φύση]], [[ποιότητα]] ήθους, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηθικός Medium diacritics: εὐηθικός Low diacritics: ευηθικός Capitals: ΕΥΗΘΙΚΟΣ
Transliteration A: euēthikós Transliteration B: euēthikos Transliteration C: evithikos Beta Code: eu)hqiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like an εὐήθης, goodnatured, ironically, Pl.R.343c, Chrm.175c.    2 simple, foolish, εὐηθικώτερόν ἐστι ἢ ὥστε . . Arist.Ph.218b8, cf. Iamb.Myst.3.17. Adv. -κῶς Ar.Nu.1258, Arist. GA757a2; εὐ. ἔχειν Pl.Hp.Ma.301d.

German (Pape)

[Seite 1066] ή, όν, dem εὐήθης eigen, gutmüthig, treuherzig, ἄρχει τῶν ὡς ἀληθῶς εὐηθικῶν τε καὶ δικαίων Plat. Rep. I, 343 c, der leicht nachgiebt, im Ggstz von σκληρός, Charm. 175 d; tadelnd, einfältig, Sp.; so auch adv., Ar. Nubb. 1258; ἔχειν Plat. Hipp. mai. 301 d.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηθικός: -ή, -όν, ὡς εὐήθης, ἔχων καλὸν ἦθος, μὲ «καλὰ φυσικά», Πλάτ. Πολ. 343C, Χαρμ. 175C. 2) ἀνόητος, μωρός, εὐηθικώτερόν ἐστί τι Ἀριστ. Φυσ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 1258· εὐηθ. ἔχειν Πλάτ. Ἱππ. μείζων 301D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui convient à un homme simple, simple, honnête.
Étymologie: εὐήθης.

Greek Monolingual

εὐηθικός, -ή, -όν (ΑΜ) ευήθης
1. ευήθης, με καλό ήθος, καλό χαρακτήρα
2. υπερβολικά αφελής, χαζός.
επίρρ...
εὐηθικῶς
ανόητα, χαζά.

Greek Monotonic

εὐηθικός: -ή, -όν (εὐήθης), αυτός που έχει καλή φύση, ποιότητα ήθους, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.