εὐρυχαδής: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐρυχαδής]], -ές (Α)<br />(για [[ποτήρι]]) με πλατύ [[στόμιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαδής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έχαδ</i>-<i>ον</i>) του [[χανδάνω]] «[[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εγ</i>-<i>χαδής</i>)]. | |mltxt=[[εὐρυχαδής]], -ές (Α)<br />(για [[ποτήρι]]) με πλατύ [[στόμιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαδής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έχαδ</i>-<i>ον</i>) του [[χανδάνω]] «[[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εγ</i>-<i>χαδής</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐρυχᾰδής:''' -ές ([[χαδεῖν]]), [[πλατύστομος]], λέγεται για ποτήρια, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (χανδάνω)
A wide-gaping, wide-mouthed, of cups, AP6.305 (Leon.), Luc.Lex.7.
German (Pape)
[Seite 1096] ές, breit klaffend, mit weiter, geräumiger Oeffnung, κύλιξ Leon. Tar. 14 (VI, 305); Luc. Lex. 7. Vgl. εὐρυχανής u. εὐρυχανδής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυχᾰδής: -ές, (√ΧΑΔ, χανδάνω) μεγάλως χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, ἐπὶ ποτηρίων, Ἀνθ. Π. 6. 305, Λουκ. Λεξιφ. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui contient largement, large, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χανδάνω.
Greek Monolingual
εὐρυχαδής, -ές (Α)
(για ποτήρι) με πλατύ στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χαδής < θ. χαδ- (πρβλ. έχαδ-ον) του χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω» (πρβλ. εγ-χαδής)].
Greek Monotonic
εὐρυχᾰδής: -ές (χαδεῖν), πλατύστομος, λέγεται για ποτήρια, σε Ανθ.