εὔστρεπτος: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔστρεπτος]], -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)<br />[[ευκίνητος]], [[ελαφρός]] («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[σχοινιά]] και ιμάντες) ο [[στριμμένος]] καλά, ο [[στερεός]] («ἕλκον δ' [[ἱστία]] λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])]. | |mltxt=[[εὔστρεπτος]], -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)<br />[[ευκίνητος]], [[ελαφρός]] («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[σχοινιά]] και ιμάντες) ο [[στριμμένος]] καλά, ο [[στερεός]] («ἕλκον δ' [[ἱστία]] λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔστρεπτος:''' Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον ([[στρέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[καλά]] στριφογυρισμένος, λέγεται για [[σχοινιά]] και δερμάτινα λουριά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ελαφρός]], [[εύστροφος]], [[σβέλτος]], [[ευκίνητος]], <i>πόδες</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἐΰστρ-, ον,
A well-twisted, of leathern ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426. II well-plied, nimble, πόδες AP9.533; πρόσωπον turning hither and thither, Nonn.D.3.180.
German (Pape)
[Seite 1100] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).
Greek (Liddell-Scott)
εὔστρεπτος: Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, (στρέφω) καλῶς συνεστραμμένος, ἐπὶ σχοινίων ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. εὐκίνητος, ἐλαφρός, εὔστροφος, πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰστρεπτος;
ος, ον :
bien tordu, bien tourné.
Étymologie: εὖ, στρέφω.
Greek Monolingual
εὔστρεπτος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)
ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)
αρχ.
(για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (< στρέφω)].
Greek Monotonic
εὔστρεπτος: Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον (στρέφω),·
I. καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά και δερμάτινα λουριά, σε Ομήρ. Οδ.
II. ελαφρός, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, πόδες, σε Ανθ.