εὐμενέτης: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐμενέτης]], ὁ, θηλ. [[εὐμενέτειρα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[ευμενής]]) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευμενής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (<b>[[πρβλ]].</b> επικ. <i>ηχ</i>-<i>έτα</i> «[[ηχηρός]]», <i>οικ</i>-[[έτης]] «[[υπηρέτης]] που ανήκει στον οίκο»)].
|mltxt=[[εὐμενέτης]], ὁ, θηλ. [[εὐμενέτειρα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[ευμενής]]) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευμενής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (<b>[[πρβλ]].</b> επικ. <i>ηχ</i>-<i>έτα</i> «[[ηχηρός]]», <i>οικ</i>-[[έτης]] «[[υπηρέτης]] που ανήκει στον οίκο»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμενέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. αντί [[εὐμενής]], [[ειλικρινής]] [[φίλος]], [[οπαδός]], [[καλοθελητής]], <i>εὐμενέτῃσι</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὐμενέτης Medium diacritics: εὐμενέτης Low diacritics: ευμενέτης Capitals: ΕΥΜΕΝΕΤΗΣ
Transliteration A: eumenétēs Transliteration B: eumenetēs Transliteration C: evmenetis Beta Code: eu)mene/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, poet. for εὐμενής,

   A well-wisher, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι Od.6.185, IG 12(8).23 (Lemnos, ii A. D.):—fem. Εὐμεν-έτειρα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1080] ὁ, der Wohlwollende, Freund, Hom. Odyss. 6, 185; Opp. H. 5, 45.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμενέτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ εὐμενής, ὁ εὐμενῶς διακείμενος, χάρματα δ’ εὐμενέτῃσι χαραὶ δὲ τοῖς εὐμενῶς διακειμένοις, δηλ. τοῖς φίλοις, Ὀδ. Ζ. 185. ― θηλ. εὐμενέτειρα παρ’ Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
bienveillant, ami.
Étymologie: εὐμενής.

English (Autenrieth)

= εὐμενής, Od. 6.185 (opp. δυσμενής, 184).

Greek Monolingual

εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α)
(ποιητ. τ. του ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ-έτα «ηχηρός», οικ-έτης «υπηρέτης που ανήκει στον οίκο»)].

Greek Monotonic

εὐμενέτης: -ου, ὁ, Επικ. αντί εὐμενής, ειλικρινής φίλος, οπαδός, καλοθελητής, εὐμενέτῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ.