ηδύπνους: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και ηδύπνοος, -η, -ο (AM ἡδύπνους, -ουν και [[ἡδύπνοος]], -οον)<br /><b>1.</b> (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ευωδιάζει, ο [[εύοσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ ἡδύπνους</i><br />[[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]], που δεν έχει γευθεί [[χορτάρι]], αλλ. [[ηδύχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοή]] <span style="color: red;"><</span> [[πνέω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>πνους</i>, <i>από</i>-<i>πνους</i>].
|mltxt=-ουν και ηδύπνοος, -η, -ο (AM ἡδύπνους, -ουν και [[ἡδύπνοος]], -οον)<br /><b>1.</b> (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ευωδιάζει, ο [[εύοσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ ἡδύπνους</i><br />[[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]], που δεν έχει γευθεί [[χορτάρι]], αλλ. [[ηδύχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοή]] <span style="color: red;"><</span> [[πνέω]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>πνους</i>, <i>από</i>-<i>πνους</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ουν και ηδύπνοος, -η, -ο (AM ἡδύπνους, -ουν και ἡδύπνοος, -οον)
1. (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, αρμονικός
2. αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», Ευρ.)
3. αυτός που ευωδιάζει, ο εύοσμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡδύπνους
αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα, που δεν έχει γευθεί χορτάρι, αλλ. ηδύχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. ά-πνους, από-πνους].