ἡβητικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡβητικός]], -ή, -όν (Α) [[ηβητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για την ήβη, ο [[νεανικός]] («ἡβητικοί λόγοι», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἡβητικός]], -ή, -όν (Α) [[ηβητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για την ήβη, ο [[νεανικός]] («ἡβητικοί λόγοι», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡβητικός:''' -ή, -όν, [[νεανικός]], Λατ. [[juvenilis]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβητικός Medium diacritics: ἡβητικός Low diacritics: ηβητικός Capitals: ΗΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēbētikós Transliteration B: hēbētikos Transliteration C: ivitikos Beta Code: h(bhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A youthful, λόγοι X.HG5.3.20; ἡλικία Id.Lac. 4.7, Gal.17(2).791.

German (Pape)

[Seite 1149] zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 ἡλικία.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς νεότητα, νεανικός, Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ ἡλικία ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’adolescent, de jeune homme.
Étymologie: ἡβάω.

Greek Monolingual

ἡβητικός, -ή, -όν (Α) ηβητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἡβητικός: -ή, -όν, νεανικός, Λατ. juvenilis, σε Ξεν.