δυσνίκητος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσνίκητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα νικιέται.
|mltxt=[[δυσνίκητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα νικιέται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσνίκητος:''' -ον (νῑκάω), [[δύσκολος]] να τον κατακτήσει [[κάποιος]], δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσνίκητος Medium diacritics: δυσνίκητος Low diacritics: δυσνίκητος Capitals: ΔΥΣΝΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dysníkētos Transliteration B: dysnikētos Transliteration C: dysnikitos Beta Code: dusni/khtos

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A hard to conquer, ἔρως J.AJ18.1.6, cf. Plu.Comp.Pel.Marc.2, D.C.43.28.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu besiegen; Plut. Pelop. 2 Marc. 2; ἔρως Mel. 52 (V, 179).

Greek (Liddell-Scott)

δυσνίκητος: [ῑ], -ον, δυσκατάβλητος, δυσκολονίκητος, Πλούτ. Συγκρ. Πελοπ. Μαρκ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à vaincre.
Étymologie: δυσ-, νικάω.

Greek Monolingual

δυσνίκητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα νικιέται.

Greek Monotonic

δυσνίκητος: -ον (νῑκάω), δύσκολος να τον κατακτήσει κάποιος, δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.