εὐπρόσεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπρόσεδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευπάρεδρος]]<br /><b>2.</b> (για παρθένους) [[ευσεβής]], αφοσιωμένη στον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προσ</i>-<i>εδρος</i> «ο [[πλησίον]] καθήμενος» (<span style="color: red;"><</span> [[προς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[έδρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πάρ</i>-<i>εδρος</i>, <i>πρό</i>-<i>εδρος</i>].
|mltxt=[[εὐπρόσεδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευπάρεδρος]]<br /><b>2.</b> (για παρθένους) [[ευσεβής]], αφοσιωμένη στον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προσ</i>-<i>εδρος</i> «ο [[πλησίον]] καθήμενος» (<span style="color: red;"><</span> [[προς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[έδρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πάρ</i>-<i>εδρος</i>, <i>πρό</i>-<i>εδρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπρόσεδρος:''' -ον, = [[εὐπάρεδρος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσεδρος Medium diacritics: εὐπρόσεδρος Low diacritics: ευπρόσεδρος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: euprósedros Transliteration B: euprosedros Transliteration C: efprosedros Beta Code: eu)pro/sedros

English (LSJ)

ον,

   A v.l. for εὐπάρεδρος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσεδρος: -ον, διαφ. γραφ. ἀντὶ εὐπάρεδρος ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.

English (Strong)

from εὖ and the same as προσεδρεύω; sitting well towards, i.e. (figuratively) assiduous (neuter, diligent service): X attend upon.

English (Thayer)

εὐπρόσεδρον (εὖ, and πρόσεδρος (sitting near)), see εὐπάρεδρος.

Greek Monolingual

εὐπρόσεδρος, -ον (Α)
1. ευπάρεδρος
2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ-εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + -εδρος < έδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, πρό-εδρος].

Greek Monotonic

εὐπρόσεδρος: -ον, = εὐπάρεδρος, σε Καινή Διαθήκη