ἰπνολέβης: Difference between revisions
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
(17) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰπνολέβης]], ὁ (Α)<br />[[κτιστός]] [[λέβητας]] λουτρού [[κατάλληλος]] για τη [[θέρμανση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[λέβης]]. | |mltxt=[[ἰπνολέβης]], ὁ (Α)<br />[[κτιστός]] [[λέβητας]] λουτρού [[κατάλληλος]] για τη [[θέρμανση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[λέβης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰπνολέβης:''' ητος ὁ кипятильник, котел Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ὁ,
A boiler, cauldron, Luc.Lex.8, Ath.3.98c.
German (Pape)
[Seite 1257] ητος, ὁ, Ofenkessel, bes. im Bade, zum Wasserfieden; Luc. Lexiph. 6; Ath. III, 98 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰπνολέβης: -ητος, ὁ, λέβης κτιστός, Λουκ. Λεξιφ. 8, Ἀθήν. 98C.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
chaudron pour faire bouillir de l’eau dans un four.
Étymologie: ἰπνός, λέβης.
Greek Monolingual
ἰπνολέβης, ὁ (Α)
κτιστός λέβητας λουτρού κατάλληλος για τη θέρμανση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + λέβης.
Russian (Dvoretsky)
ἰπνολέβης: ητος ὁ кипятильник, котел Luc.