εὐλείμων: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐλείμων]], -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων [[ἱππήλατος]] οὐδ' [[εὐλείμων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λειμών]] «[[λιβάδι]]»]. | |mltxt=[[εὐλείμων]], -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων [[ἱππήλατος]] οὐδ' [[εὐλείμων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λειμών]] «[[λιβάδι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐλείμων:''' -ον, αυτός που έχει [[καλά]], εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
( ἐϋ-), ον, gen. ονος,
A with goodly meadows, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐ. Od.4.607, cf. h.Ap.529, Hes.Fr.134.
German (Pape)
[Seite 1078] ον, mit schönen Wiesen, wiesenreich, Od. 4, 607; ἔαρος χάρις Paul. Sil. 57 (X, 15).
Greek (Liddell-Scott)
εὐλείμων: -ον, ἔχων καλοὺς λειμῶνας, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ.607, πρβλ. Ὁμ Ὑμν. εἰς Ἀπόλλ. 529, Ἡσιόδου Ἀποσπ. 39.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux belles prairies.
Étymologie: εὖ, λειμών.
English (Autenrieth)
with fair meadows, abounding in meadows, Od. 4.607†.
Greek Monolingual
εὐλείμων, -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐλείμων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειμών «λιβάδι»].
Greek Monotonic
εὐλείμων: -ον, αυτός που έχει καλά, εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.