ἰσχιάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[ισχίο]]<br /><b>1.</b> [[νευραλγία]] του ισχιακού νεύρου, [[ισχιαλγία]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αγκαθιού, [[λευκάκανθα]].
|mltxt=[[ἰσχιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[ισχίο]]<br /><b>1.</b> [[νευραλγία]] του ισχιακού νεύρου, [[ισχιαλγία]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αγκαθιού, [[λευκάκανθα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχιάς:''' άδος ἡ [[ἰσχίον]] (sc. [[νόσος]]) исхиада или исхиас (неправильно ишиас), болезнь или воспаление седалищного нерва Plin.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῐάς Medium diacritics: ἰσχιάς Low diacritics: ισχιάς Capitals: ΙΣΧΙΑΣ
Transliteration A: ischiás Transliteration B: ischias Transliteration C: ischias Beta Code: i)sxia/s

English (LSJ)

(sc. νόσος), άδος, ἡ,

   A hip-disease, Hp.Aph.6.59,60.    2 sciatica, ib.3.22 (pl.), Id.Aër. 22 (pl.), Thphr.HP9.13.6 (pl.); ἰ. χρονία Dsc.1.10.    II = λευκάκανθα, Id.3.19, cf. Gal.12.58.

German (Pape)

[Seite 1272] άδος, ἡ, die Hüften betreffend, bes. sc. νόσος, Hüftschmerzen, Lendengicht, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχιάς: (ἐξυπακουομ. τοῦ νόσος), άδος, ἡ, πάθος τοῦ ἰσχίου μετ’ ὀδύνης εἰς τὴν πρόσφυσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὸ πυγαῖον ἄκρον καὶ εἰς τὸν γλουτόν, Ἱππ. Ἀφ. 1248, π. Ἀέρ 293. ΙΙ. εἶδος ἀκάνθης, Γαλην.

Greek Monolingual

ἰσχιάς, -άδος, ἡ (Α) ισχίο
1. νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία
2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχιάς: άδος ἡ ἰσχίον (sc. νόσος) исхиада или исхиас (неправильно ишиас), болезнь или воспаление седалищного нерва Plin.