ἰχνευτής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνευτής]]) [[ιχνεύω]]<br />[[ανιχνευτής]], [[ιχνηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Ἰχνευταί</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Σοφοκλή<br /><b>2.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα<br /><b>3.</b> <b>πάπ.</b> εντεταλμένο [[άτομο]] που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους<br /><b>4.</b> [[είδος]] ζώου της Αιγύπτου, ο [[ιχνεύμων]].
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνευτής]]) [[ιχνεύω]]<br />[[ανιχνευτής]], [[ιχνηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Ἰχνευταί</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Σοφοκλή<br /><b>2.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα<br /><b>3.</b> <b>πάπ.</b> εντεταλμένο [[άτομο]] που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους<br /><b>4.</b> [[είδος]] ζώου της Αιγύπτου, ο [[ιχνεύμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰχνευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ιχνηλάτης]], [[ανιχνευτής]]· ἰχνευτὴς [[κύων]], [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]] που ανιχνεύει και βρίσκει το [[θήραμα]] δια της όσφρησης, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἰχνεύμων]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνευτής Medium diacritics: ἰχνευτής Low diacritics: ιχνευτής Capitals: ΙΧΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ichneutḗs Transliteration B: ichneutēs Transliteration C: ichneftis Beta Code: *)ixneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A tracker, hunter, Poll.5.10; of dogs which hunt by scent, ib.17: metaph., Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας, of money given to a ἑταίρα, AP5.15 (Marc. Arg.): Ἰχνευταί, οἱ, title of a satyric play by Sophocles (cf. v. 298).    2 detective who traces missing persons, PRyl.188.22 (ii A.D.).    II = ἰχνεύμων 1, Hdt.2.67, Nic.Th. 195.

German (Pape)

[Seite 1277] ὁ, der Spürer; κύων, Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. κύων, ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ θήραμα, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = ἰχνεύμων Ι, ἴδε ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
v. ἰχνεύμων.

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνευτής) ιχνεύω
ανιχνευτής, ιχνηλάτης
αρχ.
1. στον πληθ. Ἰχνευταί
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλή
2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα
3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους
4. είδος ζώου της Αιγύπτου, ο ιχνεύμων.

Greek Monotonic

ἰχνευτής: -οῦ, ὁ,
I. ιχνηλάτης, ανιχνευτής· ἰχνευτὴς κύων, κυνηγετικός σκύλος που ανιχνεύει και βρίσκει το θήραμα δια της όσφρησης, σε Ανθ.
II. = ἰχνεύμων, σε Ηρόδ.