ἰσόσπριος: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσόσπριος]], -ον (Α)<br />αυτός που μοιάζει με όσπριο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄνος]] [[ἰσόσπριος]]» — ο [[ίουλος]], [[είδος]] εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄσπριον]]. | |mltxt=[[ἰσόσπριος]], -ον (Α)<br />αυτός που μοιάζει με όσπριο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄνος]] [[ἰσόσπριος]]» — ο [[ίουλος]], [[είδος]] εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄσπριον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσόσπριος:''' похожий на боб, бобовидный: [[ὄνος]] ἰ. Soph. = [[ἴουλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bean-like; ὄνος ἰ. an insect that rolls itself up like a bean, the wood-louse, S.Fr.363.
German (Pape)
[Seite 1267] einer Bohne gleich, Schol. Ap. Rh. 1, 972, Soph. fr. 334, von dem Wurme, ὄνος, der sich wie eine Bohne zusammenrollt.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόσπριος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄσπριον, ὄνος ἰσ., ἔντομον ὅπερ συσπειρᾶται καὶ γίνεται ὅμοιον ὀσπρίῳ, καλούμενον ὡσαύτως ἴουλος, Σοφ. Ἀποσπ. 334, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ὄνος ἰσόσπριος.
Greek Monolingual
ἰσόσπριος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όσπριο
2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» — ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄσπριον.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόσπριος: похожий на боб, бобовидный: ὄνος ἰ. Soph. = ἴουλος.