Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επισκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπισκοπῶ, -έω) [[επίσκοπος]]<br />[[είμαι]] [[επίσκοπος]], [[επισκοπεύω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ενδιαφέρομαι]], [[προνοώ]], [[φροντίζω]] για κάποιον («[[ὅπου]] ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῡ προσώπου Σου, Κύριε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]], [[βλέπω]] [[κάτι]] («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω [[κακά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] («ὦ θάνατε, νῡν μ’ ἐπίσκεψαι μολών», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με ενδοιαστ. πρότ.) [[προσέχω]] [[μήπως]] («ἐπισκοποῡντες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς [[χάριτος]] τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (για στρατηγό) [[επιθεωρώ]]<br /><b>5.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον ως [[φίλος]] ή [[γιατρός]]<br /><b>6.</b> [[σκέπτομαι]], [[μελετώ]] [[κάτι]] καλά («ὅτι ἂν μέλλῃς ἐρεῑν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώσῃ», Ισοκρ.).
|mltxt=(AM ἐπισκοπῶ, -έω) [[επίσκοπος]]<br />[[είμαι]] [[επίσκοπος]], [[επισκοπεύω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ενδιαφέρομαι]], [[προνοώ]], [[φροντίζω]] για κάποιον («[[ὅπου]] ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, Κύριε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]], [[βλέπω]] [[κάτι]] («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω [[κακά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] («ὦ θάνατε, νῡν μ’ ἐπίσκεψαι μολών», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με ενδοιαστ. πρότ.) [[προσέχω]] [[μήπως]] («ἐπισκοποῡντες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς [[χάριτος]] τοῦ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (για στρατηγό) [[επιθεωρώ]]<br /><b>5.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον ως [[φίλος]] ή [[γιατρός]]<br /><b>6.</b> [[σκέπτομαι]], [[μελετώ]] [[κάτι]] καλά («ὅτι ἂν μέλλῃς ἐρεῑν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώσῃ», Ισοκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐπισκοπῶ, -έω) επίσκοπος
είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω
αρχ.-μσν.
ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, Κύριε»)
αρχ.
1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.)
2. επισκέπτομαι («ὦ θάνατε, νῡν μ’ ἐπίσκεψαι μολών», Σοφ.)
3. (με ενδοιαστ. πρότ.) προσέχω μήπως («ἐπισκοποῡντες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῡ», ΚΔ)
4. (για στρατηγό) επιθεωρώ
5. επισκέπτομαι κάποιον ως φίλος ή γιατρός
6. σκέπτομαι, μελετώ κάτι καλά («ὅτι ἂν μέλλῃς ἐρεῑν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώσῃ», Ισοκρ.).