καταμαρτυρώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
(19)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καταμαρτυρῶ, -έω)<br />[[μαρτυρώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταθέτω]] ενώπιον δικαστικής αρχής σε [[βάρος]] κάποιου, [[καταθέτω]] δυσμενή [[μαρτυρία]] για κάποιον, [[ενοχοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμαρτυροῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) δίδονται μαρτυρίες εις [[βάρος]] μου<br />β) (για [[μαρτυρία]]) φέρομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[βεβαιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ασκώ]] κακή [[επίδραση]] σε κάποιον.
|mltxt=(AM καταμαρτυρῶ, -έω)<br />[[μαρτυρώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταθέτω]] ενώπιον δικαστικής αρχής σε [[βάρος]] κάποιου, [[καταθέτω]] δυσμενή [[μαρτυρία]] για κάποιον, [[ενοχοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμαρτυοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) δίδονται μαρτυρίες εις [[βάρος]] μου<br />β) (για [[μαρτυρία]]) φέρομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[βεβαιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ασκώ]] κακή [[επίδραση]] σε κάποιον.
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

(AM καταμαρτυρῶ, -έω)
μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ
αρχ.
1. παθ. καταμαρτυοῦμαι, -έομαι
α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου
β) (για μαρτυρία) φέρομαι εναντίον κάποιου
2. βεβαιώνω
3. αστρολ. ασκώ κακή επίδραση σε κάποιον.