καρτερόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρτερόχειρ]], -ειρος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτὸς που έχει [[δυνατά]] χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρτερός]] <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]].
|mltxt=[[καρτερόχειρ]], -ειρος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτὸς που έχει [[δυνατά]] χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρτερός]] <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καρτερόχειρ:''' χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δυνατά]] χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόχειρ Medium diacritics: καρτερόχειρ Low diacritics: καρτερόχειρ Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΧΕΙΡ
Transliteration A: karterócheir Transliteration B: karterocheir Transliteration C: karterocheir Beta Code: kartero/xeir

English (LSJ)

καρτερόχειρος, ὁ, ἡ,

   A strong-handed, Ἄρης h.Hom.8.3; βασιλεύς AP9.210.4.

German (Pape)

[Seite 1331] ειρος, starkhändig, mit starker Hand, muthig angreifend; Ares H. h. 7, 3; βασιλεύς Ep. ad. 590 (IX, 210).

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν χεῖρα, Ἄρης Ὁμ. Ὑμν. 7. 3· βασιλεὺς Ἀνθ. Π. 9. 210.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
aux fortes mains, aux mains puissantes.
Étymologie: καρτερός, χείρ.

Greek Monolingual

καρτερόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτὸς που έχει δυνατά χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + χείρ.

Greek Monotonic

καρτερόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δυνατά χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.