καρπογονία: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καρπογονία]] [[καρπογονώ]]<br />η [[παραγωγή]] καρπών, η [[καρποφορία]] («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῑται εἰς τὴν καρπογονίαν», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=η (AM [[καρπογονία]] [[καρπογονώ]]<br />η [[παραγωγή]] καρπών, η [[καρποφορία]] («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῑται εἰς τὴν καρπογονίαν», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''καρπογονία:''' ἡ производительность, плодородие Plut.
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπογονία Medium diacritics: καρπογονία Low diacritics: καρπογονία Capitals: ΚΑΡΠΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: karpogonía Transliteration B: karpogonia Transliteration C: karpogonia Beta Code: karpogoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A productiveness, X.Smp.2.25, Thphr.CP 1.5.5, Sor.1.42 (pl.), Lib.Or.25.67, Aen.Gaz.Thphr.p.54B.

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, Fruchterzeugung, Fruchtbarkeit; Theophr.; Plut. Symp. 2, 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καρπογονία: ἡ, παραγωγὴ καρποῦ, καρποφορία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
production de fruits, fécondité.
Étymologie: καρπογόνος.

Greek Monolingual

η (AM καρπογονία καρπογονώ
η παραγωγή καρπών, η καρποφορία («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῑται εἰς τὴν καρπογονίαν», Ξεν.).

Russian (Dvoretsky)

καρπογονία: ἡ производительность, плодородие Plut.