κληροδόχος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο<br />αυτός που δέχεται [[κληρονομία]] ή [[κληροδότημα]] το οποίο του αφήνει [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), | |mltxt=-ο<br />αυτός που δέχεται [[κληρονομία]] ή [[κληροδότημα]] το οποίο του αφήνει [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>εντολο</i>-<i>δόχος</i>, <i>καπνο</i>-<i>δόχος</i>. Ο τ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ο
αυτός που δέχεται κληρονομία ή κληροδότημα το οποίο του αφήνει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολο-δόχος, καπνο-δόχος. Ο τ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].