κουφολόγος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κουφολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά απερίσκεπτα («κουφολόγον οἱ σοφισταὶ [[χρῆμα]]», Φιλόοτρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κουφ</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσο</i>-[[λόγος]], <i>ψευδο</i>-[[λόγος]].
|mltxt=[[κουφολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά απερίσκεπτα («κουφολόγον οἱ σοφισταὶ [[χρῆμα]]», Φιλόοτρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κουφ</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσο</i>-[[λόγος]], <i>ψευδο</i>-[[λόγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κουφολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλά άκριτα.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφολόγος Medium diacritics: κουφολόγος Low diacritics: κουφολόγος Capitals: ΚΟΥΦΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kouphológos Transliteration B: kouphologos Transliteration C: koufologos Beta Code: koufolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A lightly talking, Poll.6.119; κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα Philostr.VA7.16.

Greek (Liddell-Scott)

κουφολόγος: -ον, ὁ ὁμιλῶν χωρὶς στόχασιν, ἄκριτος, ἀστόχαστος, Πολυδ. Ϛ΄, 119· κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα Φιλόστρ. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle à la légère.
Étymologie: κοῦφος, λέγω³.

Greek Monolingual

κουφολόγος, -ον (Α)
αυτός που μιλά απερίσκεπτα («κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα», Φιλόοτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. γλωσσο-λόγος, ψευδο-λόγος.

Greek Monotonic

κουφολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλά άκριτα.