κοινώνημα: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοινώνημα]], τὸ (Α) [[κοινωνώ]]<br /><b>1.</b> [[ανακοινωθέν]], [[ανακοίνωση]]<br /><b>2.</b> [[γνωστοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[επιχείρηση]]<br /><b>4.</b> <b>πάπ.</b> [[συνεταιρισμός]] για [[επιχείρηση]]<br /><b>5.</b> [[σημείο]] εφαρμογής<br /><b>6.</b> [[συνάφεια]], [[σχέση]]<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κοινωνήματα</i><br />οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες. | |mltxt=[[κοινώνημα]], τὸ (Α) [[κοινωνώ]]<br /><b>1.</b> [[ανακοινωθέν]], [[ανακοίνωση]]<br /><b>2.</b> [[γνωστοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[επιχείρηση]]<br /><b>4.</b> <b>πάπ.</b> [[συνεταιρισμός]] για [[επιχείρηση]]<br /><b>5.</b> [[σημείο]] εφαρμογής<br /><b>6.</b> [[συνάφεια]], [[σχέση]]<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κοινωνήματα</i><br />οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοινώνημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες [[μεταξύ]] των ανθρώπων, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is communicated: pl., acts of communion, communications, dealings between man and man, Pl.R.333a, Lg.738a, Arist.Pol.1280b17; κ. πρός τινα J.AJ16.7.3; πρὸς ἀλλήλους Plu.2.158c; ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. ib.951e: in sg., communication, λόγων Phld.Oec.p.46 J.; common enterprise, Id.Vit.p.33 J.; business partnership, Sammelb.5658.8. 2 point of junction, Hp.Epid.2.4.2. 3 connexion, Nic.Dam.128 J.
German (Pape)
[Seite 1470] τό, Gemeinschaft, Mittheilung, Umgang, Verkehr, ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινώνημα: τό, τὸ μεταδιδόμενον· ἐν τῷ πληθ., πράξεις κοινωνίας, συναλλαγαί, σχέσεις λήψεως καὶ δόσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 333Α, Νόμ. 738Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 10, κτλ.· κ. πρὸς ἀλλήλους Πλούτ. 2. 158D· ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. αὐτόθι 951Ε.
Greek Monolingual
κοινώνημα, τὸ (Α) κοινωνώ
1. ανακοινωθέν, ανακοίνωση
2. γνωστοποίηση
3. κοινή επιχείρηση
4. πάπ. συνεταιρισμός για επιχείρηση
5. σημείο εφαρμογής
6. συνάφεια, σχέση
7. στον πληθ. τὰ κοινωνήματα
οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.
Greek Monotonic
κοινώνημα: -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες μεταξύ των ανθρώπων, σε Πλάτ.