κοίνωμα: Difference between revisions
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
(21) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοίνωμα]], τὸ (Α) [[κοινώ]]<br /><b>1.</b> ερωτική [[ομιλία]], [[συνεύρεση]], [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> [[σύνδεσμος]], [[αυλακωτός]] [[αρμός]]. | |mltxt=[[κοίνωμα]], τὸ (Α) [[κοινώ]]<br /><b>1.</b> ερωτική [[ομιλία]], [[συνεύρεση]], [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> [[σύνδεσμος]], [[αυλακωτός]] [[αρμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοίνωμα:''' ατος τό близкие отношения, тж. брачная связь Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A intercourse, esp. sexual, Dionys.Minor 1, cf. Socr.Ep.35, 36. 2 gloss on δαμώματα, Hsch. II mortised joint, Ph.Bel.57.19.
German (Pape)
[Seite 1469] τό, Gemeinschaft, bes. eheliche, Plut. Δωρίδος ἐκ μητρὸς Φοίβου κοινώμασι βλαστών, de Alex. fort. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κοίνωμα: τό, συνουσία, ἰδίως σαρκική, Πλούτ. 2. 338Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
relations intimes.
Étymologie: κοινόω.
Greek Monolingual
κοίνωμα, τὸ (Α) κοινώ
1. ερωτική ομιλία, συνεύρεση, συνουσία
2. σύνδεσμος, αυλακωτός αρμός.
Russian (Dvoretsky)
κοίνωμα: ατος τό близкие отношения, тж. брачная связь Plut.