κοσμητήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοσμητήρ]], -ῆρος, ὁ, θηλ. [[κοσμήτειρα]] (Α) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (στον Ίτανο) [[τίτλος]] επώνυμου άρχοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμήτειρα]] τῆς Ἀρτέμιδος» — [[τίτλος]] γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.
|mltxt=[[κοσμητήρ]], -ῆρος, ὁ, θηλ. [[κοσμήτειρα]] (Α) [[κοσμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (στον Ίτανο) [[τίτλος]] επώνυμου άρχοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κοσμήτειρα]] τῆς Ἀρτέμιδος» — [[τίτλος]] γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοσμητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. [[παρά]] Αισχίν., σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητήρ Medium diacritics: κοσμητήρ Low diacritics: κοσμητήρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΡ
Transliteration A: kosmētḗr Transliteration B: kosmētēr Transliteration C: kosmitir Beta Code: kosmhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin.3.185.    II at Itanos, title of eponymous magistrate, SIG463.15 (iii B. C.), Supp.Epigr.2.512.22.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ κοσμητής, Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui arrange, dispose ou dirige.
Étymologie: κοσμέω.

Greek Monolingual

κοσμητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) κοσμώ
1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός
2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα
3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» — τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.

Greek Monotonic

κοσμητήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. παρά Αισχίν., σε Πλούτ.