κρατησίμαχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρατησίμαχος]], ὁ (Α)<br />ο [[νικητής]] σε [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρατησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θρασύ</i>-<i>μαχος</i>, <i>πολύ</i>-<i>μαχος</i>].
|mltxt=[[κρατησίμαχος]], ὁ (Α)<br />ο [[νικητής]] σε [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρατησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θρασύ</i>-<i>μαχος</i>, <i>πολύ</i>-<i>μαχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰτησίμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που επικρατεί στη [[μάχη]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 19:35, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτησῐμᾰχος Medium diacritics: κρατησίμαχος Low diacritics: κρατησίμαχος Capitals: ΚΡΑΤΗΣΙΜΑΧΟΣ
Transliteration A: kratēsímachos Transliteration B: kratēsimachos Transliteration C: kratisimachos Beta Code: krathsi/maxos

English (LSJ)

ον,

   A conquering in the fight, Id.P.9.86.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτησίμᾰχος: -ον, νικῶν ἐν τῇ μάχῃ, Πινδ. Π. 9. 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui l’emporte dans le combat.
Étymologie: κρατέω, μάχη.

English (Slater)

κρᾰτηςῐμᾰχος
   1 victorious in battle τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.86)

Greek Monolingual

κρατησίμαχος, ὁ (Α)
ο νικητής σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ-μαχος, πολύ-μαχος].

Greek Monotonic

κρᾰτησίμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που επικρατεί στη μάχη, σε Πίνδ.