κροτώνη: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(22)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κροτώνη]], ἡ (Α) [[κροτών]]<br /><b>1.</b> σκληρή [[απόφυση]] δέντρου και ειδικά της [[ελιάς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κροτῶναι</i><br />κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων.
|mltxt=[[κροτώνη]], ἡ (Α) [[κροτών]]<br /><b>1.</b> σκληρή [[απόφυση]] δέντρου και ειδικά της [[ελιάς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κροτῶναι</i><br />κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων.
}}
{{elnl
|elnltext=κροτώνη -ης, ἡ uitgroeisel (aan olijfboom). geneesk., plur. bronchiaal kraakbeen.
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτώνη Medium diacritics: κροτώνη Low diacritics: κροτώνη Capitals: ΚΡΟΤΩΝΗ
Transliteration A: krotṓnē Transliteration B: krotōnē Transliteration C: krotoni Beta Code: krotw/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A excrescence on trees, esp. on the olive, = γόγγρος 11, Thphr. HP1.8.6.    II in pl., fragments of bronchial cartilage, Hp.Morb. 2.53, cf. Gal.19.115.

German (Pape)

[Seite 1514] ἡ, Knorren, Astknoten, bes. am Oelbaume, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κροτώνη: ἡ, ὡς τὸ γόγγρος ΙΙ, τυλώδης ἀπόφυσις δένδρου, ἰδίως ἐλαίας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 6.

Greek Monolingual

κροτώνη, ἡ (Α) κροτών
1. σκληρή απόφυση δέντρου και ειδικά της ελιάς
2. στον πληθ. αἱ κροτῶναι
κομμάτια χόνδρων στα βρόνχια τών πνευμόνων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροτώνη -ης, ἡ uitgroeisel (aan olijfboom). geneesk., plur. bronchiaal kraakbeen.