λεηλασία: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λεηλασία]], επικ. τ. λεηλασίη) [[λεηλατώ]]<br />[[αποκόμιση]] λείας, [[διαρπαγή]], [[λαφυραγώγηση]], [[καταλήστευση]] («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=η (Α [[λεηλασία]], επικ. τ. λεηλασίη) [[λεηλατώ]]<br />[[αποκόμιση]] λείας, [[διαρπαγή]], [[λαφυραγώγηση]], [[καταλήστευση]] («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεηλᾰσία:''' ἡ, [[συλλογή]] λαφύρων, [[αρπαγή]], [[ληστεία]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεηλᾰσία Medium diacritics: λεηλασία Low diacritics: λεηλασία Capitals: ΛΕΗΛΑΣΙΑ
Transliteration A: leēlasía Transliteration B: leēlasia Transliteration C: leilasia Beta Code: lehlasi/a

English (LSJ)

Ep. λεηλασίη, ἡ,

   A plundering, robbery, X.Hier.1.36, Ps.-Phoc. 46 (pl.), A.R.2.303, Plu.Eum.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 23] ἡ, das Beutewegtreiben, Beutemachen; Xen. Hier. 1, 36; Ap. Rh. 2, 302. Von

Greek (Liddell-Scott)

λεηλᾰσία: ἡ, τὸ λεηλατεῖν, Ξεν. Ἱέρ. 1, 36, Ψευδο-Φωκυλ. 41, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 303, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enlèvement de butin, pillage.
Étymologie: cf. λεηλατέω.

Greek Monolingual

η (Α λεηλασία, επικ. τ. λεηλασίη) λεηλατώ
αποκόμιση λείας, διαρπαγή, λαφυραγώγηση, καταλήστευση («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λεηλᾰσία: ἡ, συλλογή λαφύρων, αρπαγή, ληστεία, σε Ξεν.