λεηλατέω
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
(λεία, ἐλαύνω)
A drive away booty, esp. cattle, S.Aj.343, E.Rh.293, X.HG4.4.15, al., Aen. Tact.16.8.
2 c.acc.loci, plunder, despoil, τὸ πεδίον, τὴν πόλιν, τὴν χώραν, Hdt.2.152, 5.101, Hdn.3.9.3, cf. Hell.Oxy.16.5, Plu.Cam.17; ravage, κώμην PMasp.2 iii 3 (vi A.D.):—Pass., to be plundered, τὰ ἐκ τῆς χώρας λεηλατηθέντα Aen.Tact.16.11: metaph., τῇ γαστρὶ λεηλατεῖσθαι to be a slave to... Plu.2.133a.
German (Pape)
[Seite 23] (λεία – ἐλαύνειν, ein λεηλάτης sein), erbeutetes Vieh wegtreiben, übh. Beute machen, theils absol., ἦ τὸν εἰσαεὶ λεηλατήσει χρόνον, Soph. Ai. 336; Eur. Rhes. 293; Xen. oft, ἐκ τῆς Μηδικῆς, Cyr. 1, 4, 17; – theils c. acc., plündern, τὸ πεδίον, Her. 2, 152, πόλιν, 5, 101; Sp., τὴν χώραν, Hdn. 3, 9, 6; mit ἀνδραποδίζομαι verbunden, Plut. Camill. 17, u. übertr., τῇ γαστρὶ λεηλατούμενος, de san. tu. p. 397.
French (Bailly abrégé)
λεηλατῶ :
1 intr. emmener du butin, faire du butin;
2 tr. piller, mettre au pillage, ravager ; fig. τῇ γαστρὶ λεηλατεῖσθαι PLUT se laisser asservir par son ventre, càd par sa gourmandise.
Étymologie: λεία, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
λεηλᾰτέω: λεία I]
1 захватывать добычу, грабить Soph., Eur., Xen. etc.;
2 ограблять, разорять (τὴν πόλιν Her.); опустошать (τὸ πεδίον Her.): τῇ γαστρὶ λεηλατεῖσθαι Plut. разоряться из-за своего обжорства.
Greek (Liddell-Scott)
λεηλᾰτέω: (λεία, ἐλαύνω) ὡς καὶ νῦν, ἀπάγω λείαν κυρίως ἐκ κτηνῶν ἀποτελουμένην, λαφυραγωγῶ, Σοφ. Αἴ 343, Εὐρ. Ρῆσ. 293, καὶ συχνάκις παρὰ Ξεν. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, διαρπάζω, ἀφανίζω, λῃστεύω, τὸ πεδίον, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 2. 152., 5. 101, κτλ. - Παθ., διαρπάζομαι, λαφυραγωγοῦμαι, τὰ ἐκ τῆς χώρης λεηλατηθέντα Αἰν. Τακτ. 16· μεταφ., τῇ γαστρὶ λεηλατεῖσθαι, εἶμαι δοῦλος εἰς..., Πλούτ. 2. 133Α. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 105.
Greek Monotonic
λεηλᾰτέω: μέλ. -ήσω (λεία, ἐλαύνω)·
1. αρπάζω ως λεία κοπάδι βοοειδών, λαφυραγωγώ, σε Σοφ., Ξεν.
2. με αιτ. τόπου, διαρπάζω, αφανίζω, ληστεύω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
λε-ηλᾰτέω, fut. -ήσω λεία, ἐλαύνω
1. to drive away cattle as booty, to make booty, Soph., Xen.
2. c. acc. loci, to plunder, despoil, Hdt.