λυγερός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό και [[λυγηρός]], -ά, -ό (AM [[λυγηρός]], -ά, -όν, Μ και [[λυγερός]], -ή, -όν)<br />[[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ψηλός]] και [[λεπτός]], [[ευσταλής]], [[κομψός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η λυγερή</i><br />(για νέα [[γυναίκα]]) ψηλή, κομψή και ευκίνητη<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>λυγηρόν</i><br />με μαλακό, με [[λεπτό]], πράο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λυγέα]] ([[λυγιά]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> και -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαμπ</i>-<i>ερός</i> / <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό και [[λυγηρός]], -ά, -ό (AM [[λυγηρός]], -ά, -όν, Μ και [[λυγερός]], -ή, -όν)<br />[[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ψηλός]] και [[λεπτός]], [[ευσταλής]], [[κομψός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η λυγερή</i><br />(για νέα [[γυναίκα]]) ψηλή, κομψή και ευκίνητη<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>λυγηρόν</i><br />με μαλακό, με [[λεπτό]], πράο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λυγέα]] ([[λυγιά]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> και -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. <i>λαμπ</i>-<i>ερός</i> / <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό και λυγηρός, -ά, -ό (AM λυγηρός, -ά, -όν, Μ και λυγερός, -ή, -όν)
εύκαμπτος, ευλύγιστος
νεοελλ.-μσν.
1. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, ευσταλής, κομψός
2. το θηλ. ως ουσ. η λυγερή
(για νέα γυναίκα) ψηλή, κομψή και ευκίνητη
μσν.
(το ουδ. στην αιτ. ως επίρρ.) λυγηρόν
με μαλακό, με λεπτό, πράο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυγέα (λυγιά) + κατάλ. -ερός και -ηρός (πρβλ. λαμπ-ερός / λαμπ-ηρός)].