λοχισμός: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λοχισμός]], ὁ (Α) [[λοχίζω]]<br />[[στήσιμο]] ενέδρας, [[καρτέρι]], [[παγίδα]]. | |mltxt=[[λοχισμός]], ὁ (Α) [[λοχίζω]]<br />[[στήσιμο]] ενέδρας, [[καρτέρι]], [[παγίδα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λοχισμός:''' ὁ ([[λοχίζω]]), [[τοποθέτηση]] σε [[ενέδρα]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A placing in ambush, Plu.Phil.13 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
λοχισμός: ὁ, ἡ εἰς ἐνέδραν τοποθέτησις, Πλουτ. Φιλοπ. 13.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de mettre ou de se mettre en embuscade.
Étymologie: λοχίζω.
Greek Monolingual
λοχισμός, ὁ (Α) λοχίζω
στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα.
Greek Monotonic
λοχισμός: ὁ (λοχίζω), τοποθέτηση σε ενέδρα, σε Πλούτ.