μελάγχρως: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(24)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάγχρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελάγχρους]].
|mltxt=[[μελάγχρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελάγχρους]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελάγχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 118] ωτος, = Vorigem; Εὐμενίδες, Eur. Or. 321; Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 9, 41.

French (Bailly abrégé)

1χροος;
nom. plur. μελάγχροες;
c. μελάγχροος.
2ωτος (ὁ, ἡ)
c. μελάγχροος.
Étymologie: μέλας, χρώς.

Greek Monolingual

μελάγχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. μελάγχρους.

Greek Monotonic

μελάγχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ.