ἀκατάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάγγελτος]], -ον) [[καταγγέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια [[παράβαση]]<br /><b>2.</b> (για [[σύμβαση]]) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η [[λύση]] της<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο [[ακήρυκτος]]<br />«[[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]]» (Δίον. Αλ. 1, 58).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάγγελτος]], -ον) [[καταγγέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια [[παράβαση]]<br /><b>2.</b> (για [[σύμβαση]]) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η [[λύση]] της<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο [[ακήρυκτος]]<br />«[[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]]» (Δίον. Αλ. 1, 58).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάγγελτος:''' не объявленный наперед, начатый без предварительного объявления ([[πόλεμος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάγγελτος Medium diacritics: ἀκατάγγελτος Low diacritics: ακατάγγελτος Capitals: ΑΚΑΤΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: akatángeltos Transliteration B: akatangeltos Transliteration C: akataggeltos Beta Code: a)kata/ggeltos

English (LSJ)

ον,

   A unproclaimed, πόλεμος D.H. 1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάγγελτος: -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, πόλεμος, Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non déclaré en parl. d’une guerre.
Étymologie: ἀ, καταγγέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
no proclamado, no declarado πόλεμος D.H.1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάγγελτος, -ον) καταγγέλλω
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση
2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της
αρχ.
αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος
«ἀκατάγγελτος πόλεμος» (Δίον. Αλ. 1, 58).

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάγγελτος: не объявленный наперед, начатый без предварительного объявления (πόλεμος Plut.).