ακρωτηριάζω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀκρωτηριάζω]])<br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[κόβω]], [[κυρίως]] τις άκρες<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) [[κόβω]] [[μέλος]] του σώματος κάποιου, [[κυρίως]] [[χέρι]] ή [[πόδι]]<br /><b>3.</b> [[κολοβώνω]], [[σακατεύω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με εγχείριση [[τέμνω]] [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (και το μέσ.) [[αποκόπτω]] το [[έμβολο]] από την [[πλώρη]] πλοίου<br /><b>2.</b> [[αποτελώ]] [[ακρωτήριο]], [[προεξέχω]] ως [[ακρωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρωτήριο</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκρωτηριασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκρωτηρίασις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρωτηρίασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακρωτηριαστήρας</i>, [[ακρωτηριαστής]]].
|mltxt=(Α [[ἀκρωτηριάζω]])<br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[κόβω]], [[κυρίως]] τις άκρες<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) [[κόβω]] [[μέλος]] του σώματος κάποιου, [[κυρίως]] [[χέρι]] ή [[πόδι]]<br /><b>3.</b> [[κολοβώνω]], [[σακατεύω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με εγχείριση [[τέμνω]] [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (και το μέσ.) [[αποκόπτω]] το [[έμβολο]] από την [[πλώρη]] πλοίου<br /><b>2.</b> [[αποτελώ]] [[ακρωτήριο]], [[προεξέχω]] ως [[ακρωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρωτήριο</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκρωτηριασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκρωτηρίασις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρωτηρίασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακρωτηριαστήρας</i>, [[ακρωτηριαστής]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκρωτηριάζω)
1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες
2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος του σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι
3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω
νεοελλ.
με εγχείριση τέμνω μέλος του ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. (και το μέσ.) αποκόπτω το έμβολο από την πλώρη πλοίου
2. αποτελώ ακρωτήριο, προεξέχω ως ακρωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρωτήριο.
ΠΑΡ. ἀκρωτηριασμός
αρχ.
ἀκρωτηρίασις
μσν.
ἀκρωτηρίασμα
νεοελλ.
ακρωτηριαστήρας, ακρωτηριαστής].