ακροπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περνά [[μέσα]] από [[κάτι]], που διατρυπά με την [[αιχμή]]<br /><b>2.</b> <b>(προπαροξ.)</b> ακρόπορος<br />αυτός που έχει [[άνοιγμα]] στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πείρω]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που ανεβαίνει [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πορεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκροπορία</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περνά [[μέσα]] από [[κάτι]], που διατρυπά με την [[αιχμή]]<br /><b>2.</b> <b>(προπαροξ.)</b> ακρόπορος<br />αυτός που έχει [[άνοιγμα]] στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πείρω]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που ανεβαίνει [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πορεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκροπορία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή
2. (προπαροξ.) ακρόπορος
αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πείρω.
(II)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
εκείνος που ανεβαίνει ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πορεύομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροπορία].