ἀλυσιτέλεια: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀλυσιτέλεια]]) [[ἀλυσιτελής]]<br />[[έλλειψη]] ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η [[ζημιά]]. | |mltxt=η (Α [[ἀλυσιτέλεια]]) [[ἀλυσιτελής]]<br />[[έλλειψη]] ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η [[ζημιά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλῡσῐτέλεια:''' ἡ урон, ущерб Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A damage, prejudice, Plb.4.47.1.
German (Pape)
[Seite 111] ἡ, Schaden, Verlust, Pol. 4, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῡσῐτέλεια: ἡ, βλάβη, ζημία, Πολύβ. 4, 47, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
inconveniente, desventaja ἀ. καὶ δυσχρηστία Plb.4.47.1.
Greek Monolingual
η (Α ἀλυσιτέλεια) ἀλυσιτελής
έλλειψη ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η ζημιά.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῡσῐτέλεια: ἡ урон, ущерб Polyb.