ἁμαξουργός: Difference between revisions
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἁμαξουργός]])<br />[[κατασκευαστής]] αμαξών, [[αμαξοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οὐδέν]] ἐξ ἀμαξουργοῦ λέγει», [[κατά]] την [[έκφραση]] αμαξουργών, χυδαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμαξουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξουργείο]]]. | |mltxt=ο (Α [[ἁμαξουργός]])<br />[[κατασκευαστής]] αμαξών, [[αμαξοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οὐδέν]] ἐξ ἀμαξουργοῦ λέγει», [[κατά]] την [[έκφραση]] αμαξουργών, χυδαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμαξουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμαξουργείο]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁμαξουργός:''' -όν ([[ἅμαξα]], *[[ἔργω]]), = [[ἁμαξοπηγός]], <i>ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν</i>, [[μιλώ]] τη [[γλώσσα]] των κατασκευαστών αμαξών, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
όν,
A = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν talk cartwrights' slang, Ar.Eq. 464.
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Ar. Eq. 462.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξουργός: -όν, (*ἔργω) = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, ὁμιλεῖν τὴν χυδαίαν γλῶσσαν τῶν ἁμαξουργῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
charron.
Étymologie: ἅμαξα, ἔργον.
Spanish (DGE)
-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
constructor de carros, carrero σὺ δ' οὐδὲν ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγεις; ¿no dices nada en la jerga de los carreros? Ar.Eq.464.
Greek Monolingual
ο (Α ἁμαξουργός)
κατασκευαστής αμαξών, αμαξοποιός
αρχ.
φρ. «οὐδέν ἐξ ἀμαξουργοῦ λέγει», κατά την έκφραση αμαξουργών, χυδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ουργός < ἔργον.
ΠΑΡ. αμαξουργία
νεοελλ.
αμαξουργείο].
Greek Monotonic
ἁμαξουργός: -όν (ἅμαξα, *ἔργω), = ἁμαξοπηγός, ἐξ ἁμαξουργοῦ λέγειν, μιλώ τη γλώσσα των κατασκευαστών αμαξών, σε Αριστοφ.