ἁμίλλημα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁμίλλημα]], το (Α) [[ἁμιλλῶμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγώνας]], [[πάλη]]<br /><b>2.</b> γενετήσια [[μίξη]], [[συνουσία]].
|mltxt=[[ἁμίλλημα]], το (Α) [[ἁμιλλῶμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγώνας]], [[πάλη]]<br /><b>2.</b> γενετήσια [[μίξη]], [[συνουσία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁμίλλημα:''' -ατος, τό, [[αγώνας]], [[σύγκρουση]], [[συμπλοκή]], βλ. [[ἄλεκτρος]].
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμίλλημα Medium diacritics: ἁμίλλημα Low diacritics: αμίλλημα Capitals: ΑΜΙΛΛΗΜΑ
Transliteration A: hamíllēma Transliteration B: hamillēma Transliteration C: amillima Beta Code: a(mi/llhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A conflict, struggle, S.El.493; καθ' ἁμιλλάματα πρᾶτος CIG 5149b (Cyrene).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμίλλημα: -ατος, τό, ἀγών, Σοφ. Ἠλ. 493· ἴδε ἐν λ. ἄλεκτρος. - καθ’ ἁμιλλάματα πρᾶτος Ἐπιγραφ. Κυρήν. ἐν Συλογ. Ἐπιγρ. 5149b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lutte passionnée (pour obtenir qqch.) ; désir.
Étymologie: ἁμιλλάομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ-]
afán ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ' S.El.493
esfuerzo καθ' ἁμ[ι] λλά[μ] ατα [π] ρᾶτος Ἀντωνῖνος CIG 5149b (Cirene).

Greek Monolingual

ἁμίλλημα, το (Α) ἁμιλλῶμαι
1. αγώνας, πάλη
2. γενετήσια μίξη, συνουσία.

Greek Monotonic

ἁμίλλημα: -ατος, τό, αγώνας, σύγκρουση, συμπλοκή, βλ. ἄλεκτρος.