ἀμπυκτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμπυκτήρ]] (-ῆρος), ο (Α) [[ἄμπυξ]]<br />[[χαλινάρι]], γκέμια αλόγου. | |mltxt=[[ἀμπυκτήρ]] (-ῆρος), ο (Α) [[ἄμπυξ]]<br />[[χαλινάρι]], γκέμια αλόγου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμπυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἄμπυξ]]), [[προμετωπίδα]] του χαλιναριού των αλόγων, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A horse's bridle, A.Th.461.
German (Pape)
[Seite 129] ῆρος, ὁ, Pferdezaum, Aesch. Spt. 443, nach dem Schol. eigtl. nur das Stirnblatt an demselben, κορυφιστῆρες, προμετωπίδια
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπυκτήρ: ῆρος, ὁ, (ἄμπυξ) τὸ προμετωπίδιον τοῦ χαλινοῦ τῶν ἵππων, Αἰσχύλ. Θ. 461.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
bandeau pour la tête d’un cheval.
Étymologie: cf. ἄμπυξ.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ frontalera de caballo, A.Th.461.
Greek Monolingual
ἀμπυκτήρ (-ῆρος), ο (Α) ἄμπυξ
χαλινάρι, γκέμια αλόγου.
Greek Monotonic
ἀμπυκτήρ: -ῆρος, ὁ (ἄμπυξ), προμετωπίδα του χαλιναριού των αλόγων, σε Αισχύλ.