αμυντικός: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμυντικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]] για [[άμυνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) ο [[πρόθυμος]], [[έτοιμος]] να αποκρούσει [[επίθεση]] ή [[ενόχληση]] (αντίθ. [[φυλακτικός]])<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική<br />[[τέχνη]], [[τρόπος]], [[μέσα]] άμυνας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμυντικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]] για [[άμυνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) ο [[πρόθυμος]], [[έτοιμος]] να αποκρούσει [[επίθεση]] ή [[ενόχληση]] (αντίθ. [[φυλακτικός]])<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική<br />[[τέχνη]], [[τρόπος]], [[μέσα]] άμυνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμυντικότητα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμυντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άμυνα
2. πρόσφορος, κατάλληλος για άμυνα
αρχ.
1. (για ζώα) ο πρόθυμος, έτοιμος να αποκρούσει επίθεση ή ενόχληση (αντίθ. φυλακτικός)
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική
τέχνη, τρόπος, μέσα άμυνας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμύνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυντικότητα].