ἀμυντικός
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
ἀμυντική, ἀμυντικόν,
A prompt to repel affront or attack, Arist.EN1126a7; of animals, opp. φυλακτικά, HA488b8; τὸ ἀ. ὄργανον PA683a21; αἱ ἀ. ὁρμαί Plu.2.457c. Adv. ἀμυντικῶς Procl. in Prm.p.555 S., Simp.in Epict.p.41 D.
2 fit for keeping off: ἡ -τικὴ χειμώνων Pl.Plt. 280e.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1de pers. que se defiende Arist.EN 1126a7
•de abstr. defensivo δύναμις Pl.Ep.322d, ὄργανον Arist.PA 683a21, ὁρμαί Plu.2.457c
•c. gen. protector, preventivo, que resguarda χειμώνων Pl.Plt.280e.
2 pronto al ataque ζῷον ἀ. op. φυλακτικόν Arist.HA 488b8.
II vengativo, que se venga de διάθεσις Gr.Nyss.Hom.in Cant.440.17
•c. gen. λόγον τινὰ ... ἀμυντικὸν τοῦ δοκοῦντος ἠδικῆσθαι Origenes Cels.8.41, ἰσχὺς ἀ. τῶν ἀνηκόων Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1288A.
III adv. -ῶς vengativamente τιμωρεῖσθαι Origenes Cels.8.42, cf. Procl.in Prm.720.9, Simp.in Epict.p.41.
German (Pape)
[Seite 131] dass., δύναμις Plat. Ep. VI, 322 d, χειμώνων, gegen die Stürme, Pölit. 280 e; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
prompt ou disposé à se défendre ; ἡ ἀμυντικὴ ὁρμή PLUT l'instinct de la préservation.
Étymologie: ἀμύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυντικός:
1 защитный (δύναμις Plat.; ὄργανον Arst.; ἀ. τινος Plat.): ἡ ἀμυντικὴ ὁρμή Plut. инстинкт самообороны;
2 оказывающий (активное) сопротивление (sc. ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυντικός: -ή, -όν, = πρόθυμος, ἕτοιμος πρὸς ἀπόκρουσιν προσβολῆς ἢ ἐνοχλήσεως, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 6· ἐπὶ ζῴων κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ φυλακτικὰ ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 31· τὸ ἀμ. ὄργανον ὁ αὐτ. περὶ Ζ. μορ. 4. 6, 13. 2) κατάλληλος πρὸς ἀπόκρουσιν ἢ προφύλαξιν κατὰ... ἡ ἀμυντικὴ χειμώνων Πλάτ. Πολιτ. 280Ε. 3) ἡ ἀμ. ὁρμή, ἡ ἔμφυτος πρὸς ἐκδίκησιν τάσις, Πλούτ. 2. 457C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμυντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άμυνα
2. πρόσφορος, κατάλληλος για άμυνα
αρχ.
1. (για ζώα) ο πρόθυμος, έτοιμος να αποκρούσει επίθεση ή ενόχληση (αντίθ. φυλακτικός)
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική
τέχνη, τρόπος, μέσα άμυνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυντικότητα].