ἀναιμία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀναιμία]]) [[ἄναιμος]]<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> [[έλλειψη]] αίματος<br /><b>2.</b> <b>Ιατρ.</b> η [[ελάττωση]] του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε [[αιμοσφαιρίνη]] ή και των δύο [[μαζί]], [[καθώς]] και η [[νόσος]] που προκύπτει από την [[κατάσταση]] αυτή.
|mltxt=η (Α [[ἀναιμία]]) [[ἄναιμος]]<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> [[έλλειψη]] αίματος<br /><b>2.</b> <b>Ιατρ.</b> η [[ελάττωση]] του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε [[αιμοσφαιρίνη]] ή και των δύο [[μαζί]], [[καθώς]] και η [[νόσος]] που προκύπτει από την [[κατάσταση]] αυτή.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναιμία:''' ἡ отсутствие крови, бескровность Arst.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιμία Medium diacritics: ἀναιμία Low diacritics: αναιμία Capitals: ΑΝΑΙΜΙΑ
Transliteration A: anaimía Transliteration B: anaimia Transliteration C: anaimia Beta Code: a)naimi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of blood, Arist.PA652b26.

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, Blutlosigkeit, Arist. part. an. 2. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιμία: ἡ, ἔλλειψις αἵματος, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 2. 7, 8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ carencia de sangre Arist.PA 652b26.

Greek Monolingual

η (Α ἀναιμία) ἄναιμος
1. αρχ. έλλειψη αίματος
2. Ιατρ. η ελάττωση του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε αιμοσφαιρίνη ή και των δύο μαζί, καθώς και η νόσος που προκύπτει από την κατάσταση αυτή.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιμία: ἡ отсутствие крови, бескровность Arst.