ἀναπεμπάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναπεμπάζομαι]] (Α)<br />[[υπολογίζω]] εκ νέου, [[αναλογίζομαι]], [[μελετώ]], [[εξετάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πεμπάζομαι</i> «[[μετρώ]] στα [[πέντε]] δάχτυλα».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀναπεμπασμός]].
|mltxt=[[ἀναπεμπάζομαι]] (Α)<br />[[υπολογίζω]] εκ νέου, [[αναλογίζομαι]], [[μελετώ]], [[εξετάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πεμπάζομαι</i> «[[μετρώ]] στα [[πέντε]] δάχτυλα».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀναπεμπασμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπεμπάζομαι:''' αποθ., [[καταμετρώ]], [[απαριθμώ]] [[ξανά]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπεμπάζομαι Medium diacritics: ἀναπεμπάζομαι Low diacritics: αναπεμπάζομαι Capitals: ΑΝΑΠΕΜΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: anapempázomai Transliteration B: anapempazomai Transliteration C: anapempazomai Beta Code: a)napempa/zomai

English (LSJ)

   A count again, count over, Pl.Ly.222e; think over, ponder over, Id.Lg.724b, Plu.2.605a, Ath.6.263b, al.; ἀ. ὅκωσπερ ὄναρ τὴν νοῦσον Aret.CA2.3, etc.:—Act. later in same sense, Lyc.9, 1470, AP11.382.12 (Agath.), Hld.3.5, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπεμπάζομαι: ἀποθ., ὑπολογίζω ἐκ νέου, λογαριάζω, Πλάτ. Λυσ. 222Ε: ἀναλογίζομαι, μελετῶ ἐκ νέου, ἐξετάζω, ὁ αὐτ. Νόμ. 724Β, Ἀθήν. κτλ: - μεταγεν. συγγραφ. συνήθως μεταχειρίζονται τὸ ἐνεργητικὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Λυκόφρ. 9, Ἀνθ. Π. 11. 382, Ἡλιόδ., κτλ.

Spanish (DGE)

I v. med. y ac. o abs. considerar, reflexionar τὰ εἰρημένα ἅπαντα ἀ. Pl.Ly.222e, cf. Lg.724b, Plu.2.605a, Ath.263b
tb. act. ἀναπεμπάζων φρενί πυκνῇ Lyc.9, τὸν ὄνειρον Luc.Gall.5, τοὺς ὕθλους Luc.Philopatr.1, cf. AP 11.382 (Agath.), Hld.3.5.5, Synes.Regn.M.66.1104A
v. med. ἀναπεμπάζεται δὲ ὅκως περ ὄναρ τὴν νοῦσον considera la enfermedad como un sueño Aret.CA 2.3.18.
II 1act. repetir ἀ. λόγον Lyc.1470.
2 med. emitir φθογγήν Apoll.Met.Ps.113.15.
3 ἀναπεμπάζει· ἀναπέμπει Hsch.

Greek Monolingual

ἀναπεμπάζομαι (Α)
υπολογίζω εκ νέου, αναλογίζομαι, μελετώ, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πεμπάζομαι «μετρώ στα πέντε δάχτυλα».
ΠΑΡ. μσν. ἀναπεμπασμός.

Greek Monotonic

ἀναπεμπάζομαι: αποθ., καταμετρώ, απαριθμώ ξανά, σε Πλάτ.