ἀναπλημμύρω: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναπλημμύρω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να πλημμυρίσει. | |mltxt=[[ἀναπλημμύρω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να πλημμυρίσει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(-έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω)<br />[[πλημμυρίζω]] εκ νέου, [[ξεχειλίζω]], [[είμαι]] πλημμυρισμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
A make overflow, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Q.S.14.635.
German (Pape)
[Seite 202] überfluthen lassen, θάλασσαν Qu. Sm. 14, 634.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλημμύρω: κάμνω νὰ πλημμυρήσῃ, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Κόϊντ. Σμ. 14. 635.
Spanish (DGE)
hacer desbordarse θάλασσαν de Posidón Q.S.14.635.
Greek Monolingual
ἀναπλημμύρω (Α)
κάνω κάτι να πλημμυρίσει.
Greek Monolingual
(-έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω)
πλημμυρίζω εκ νέου, ξεχειλίζω, είμαι πλημμυρισμένος.