ἀναπλημμύρω: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναπλημμύρω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να πλημμυρίσει.
|mltxt=[[ἀναπλημμύρω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να πλημμυρίσει.
}}
{{grml
|mltxt=(-έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω)<br />[[πλημμυρίζω]] εκ νέου, [[ξεχειλίζω]], [[είμαι]] πλημμυρισμένος.
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλημμύρω Medium diacritics: ἀναπλημμύρω Low diacritics: αναπλημμύρω Capitals: ΑΝΑΠΛΗΜΜΥΡΩ
Transliteration A: anaplēmmýrō Transliteration B: anaplēmmyrō Transliteration C: anaplimmyro Beta Code: a)naplhmmu/rw

English (LSJ)

   A make overflow, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Q.S.14.635.

German (Pape)

[Seite 202] überfluthen lassen, θάλασσαν Qu. Sm. 14, 634.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλημμύρω: κάμνω νὰ πλημμυρήσῃ, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Κόϊντ. Σμ. 14. 635.

Spanish (DGE)

hacer desbordarse θάλασσαν de Posidón Q.S.14.635.

Greek Monolingual

ἀναπλημμύρω (Α)
κάνω κάτι να πλημμυρίσει.

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω)
πλημμυρίζω εκ νέου, ξεχειλίζω, είμαι πλημμυρισμένος.