ἀναύξητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναύξητος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν αυξάνεται<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>(Γραμμ.)</b> αναύξητα ρήματα<br />εκείνα που δεν παίρνουν [[αύξηση]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναύξητος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν αυξάνεται<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>(Γραμμ.)</b> αναύξητα ρήματα<br />εκείνα που δεν παίρνουν [[αύξηση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναύξητος:''' <b class="num">1)</b> Arst. = [[ἀναυξής]];<br /><b class="num">2)</b> грам. не имеющий приращения (аугмента).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναύξητος Medium diacritics: ἀναύξητος Low diacritics: αναύξητος Capitals: ΑΝΑΥΞΗΤΟΣ
Transliteration A: anaúxētos Transliteration B: anauxētos Transliteration C: anayksitos Beta Code: a)nau/chtos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀναυξής, Arist.Cael.270a25, Sor.1.47 (Comp.), Aq.Je.22.30; μορφαὶ ἀ. πυρός dub.l. in Theodect.17.    2 without augment, Eust.19.29. Adv. -τως Greg.Cor.180.

German (Pape)

[Seite 212] 1) nicht wachsend, Arist. coel. 1, 3. – 2) ohne Augment, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναύξητος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Θεοδέκτ. παρὰ Στράβ. 695· ὁ μὴ αὐξάνων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 1. 3. 7. 2) ὁ ἄνευ αὐξήσεως, Γραμμ.: ― Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no crece o aumentade un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.Cael.270a25, ἥλιος ... συνέστρεφεν κόμας (τῶν Αἰθιόπων) μορφαῖς ἀναυξήτοισι συντήξας πυρός Theodect.17, βέβλαπται ... ὥστε ... γίνεσθαι ... ἀναυξητότερον Sor.34.19, ἄνδρα Aq.Ie.22.30.
2 gram. que carece de aumento de formas verbales, Eust.19.29.
II adv. -ως gram. sin aumento de formas verbales, Greg.Cor.180.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναύξητος, -ον)
1. εκείνος που δεν αυξάνεται
μσν.- νεοελλ.
(Γραμμ.) αναύξητα ρήματα
εκείνα που δεν παίρνουν αύξηση.

Russian (Dvoretsky)

ἀναύξητος: 1) Arst. = ἀναυξής;
2) грам. не имеющий приращения (аугмента).