ἀνηγεμόνευτος: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνηγεμόνευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, [[ακαθοδήγητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνηγεμόνευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, [[ακαθοδήγητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνηγεμόνευτος:''' -ον ([[ἡγεμονεύω]]), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without leader, unguided, ψυχή Ph.1.337, cf. 696, Luc.Icar.9; φυρμός M.Ant.12.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηγεμόνευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἡγεμόνος, ἄνευ ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς ἀνηγεμόνευτος Μ. Ἀντων. 12.14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans guide, sans maître.
Étymologie: ἀ, ἡγεμονεύω.
Spanish (DGE)
-ον
que carece de guía, ingobernadodel alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.Icar.9, cf. ITr.46, φυρμός M.Ant.12.14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνηγεμόνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος.
Greek Monotonic
ἀνηγεμόνευτος: -ον (ἡγεμονεύω), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.