ἀνθυβρίζω: Difference between revisions
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνθυβρίζω]] (Α)<br />[[ανταποδίδω]] τις ύβρεις, [[βρίζω]] κι εγώ αυτόν που μ' έβρισε. | |mltxt=[[ἀνθυβρίζω]] (Α)<br />[[ανταποδίδω]] τις ύβρεις, [[βρίζω]] κι εγώ αυτόν που μ' έβρισε. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθυβρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά ο [[ένας]] τον [[άλλο]], [[ανταποδίδω]] την ύβρη, σε Ευρ., Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A abuseone another, abuse inturn, E.Ph.620 (Pass.), Plu. Per.26, Luc.DMeretr.33, etc.
German (Pape)
[Seite 235] dagegen, gegenseitig mißhandeln, beleidigen, Plut. Pericl. 26, oft; Luc. D. Mar. 3. – Pass., Eur. Phoen. 620.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυβρίζω: μέλλ. -ίσω, ἀνταποδίδω τὴν ὕβριν, μεταχειρίζομαι καὶ ἐγὼ μετὰ τρόπου ὑβριστικοῦ, οἱ δὲ Σάμιοι τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Ἀθηναίων ἀνθυβρίζοντες ἔστιζον εἰς τὸ μέτωπον γλαῦκας Πλουτ. Περικλ. 26, κτλ.
French (Bailly abrégé)
rendre outrage pour outrage, venger un outrage.
Étymologie: ἀντί, ὑβρίζω.
Spanish (DGE)
insultar, ofender a su vez ΠO. ὅδε γὰρ εἰς ἡμᾶς ὑβρίζει. - ἘT. καὶ γὰρ ἀνθυβρίζομαι Polinices. Este nos ofende. -Eteocles. Y yo a mi vez soy ofendido E.Ph.620, οἱ ... Σάμιοι τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Ἀθηναίων ἀνθυβρίζοντες los samios a los prisioneros atenienses insultando a su vez Plu.Per.26, ὀργίζου μέν, μὴ ἀνθύβριζε δέ enfádate, pero no insultes a tu vez Luc.DMeretr.3.3.
Greek Monolingual
ἀνθυβρίζω (Α)
ανταποδίδω τις ύβρεις, βρίζω κι εγώ αυτόν που μ' έβρισε.
Greek Monotonic
ἀνθυβρίζω: μέλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι υβριστικά ο ένας τον άλλο, ανταποδίδω την ύβρη, σε Ευρ., Πλούτ.