ἀνομοθέτητος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνομοθέτητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ορίστηκε, δεν διευθετήθηκε με νόμο<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προσαρμόζεται στα νομοθετημένα, [[αρρύθμιστος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνομοθέτητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ορίστηκε, δεν διευθετήθηκε με νόμο<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προσαρμόζεται στα νομοθετημένα, [[αρρύθμιστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνομοθέτητος:''' <b class="num">1)</b> не предусмотренный законом (ἀνομοθέτη κεῖσθαι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> не упорядоченный законами, живущий без законов (τὸ [[ἥμισυ]] τῆς πόλεως Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοθέτητος Medium diacritics: ἀνομοθέτητος Low diacritics: ανομοθέτητος Capitals: ΑΝΟΜΟΘΕΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anomothétētos Transliteration B: anomothetētos Transliteration C: anomothetitos Beta Code: a)nomoqe/thtos

English (LSJ)

ον,

   A unregulated by law, Pl.Lg.781a, 785a, Arist. Pol.1269b19; ἄγραφον καὶ ἀ. φύσεως δίκαιον D.H.7.41.

German (Pape)

[Seite 240] nicht gesetzlich geordnet, Plat. Legg. VI, 780 a ff; D. Hal. 7, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοθέτητος: -ον, ὁ ἄνευ νομοθετήσεως, ἄνευ νόμου, ἄτακτος, Πλάτ. Νόμ. 785Α, 781Α, Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 5. 2) ὁ μὴ κανονιζόμενος ὑπὸ νόμου, Διονυσ. Ἁλ. 7. 41.

Spanish (DGE)

-ον
que no está regulado por ley τὸ δὲ περὶ τὰς γυναῖκας οὐδαμῶς ὀρθῶς ἀνομοθέτητον μεθεῖται Pl.Lg.781a, (τοιαῦτα) ἀνομοθέτητα σιγῇ κείσθω Pl.Lg.785a, τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως εἶναι δεῖ νομίζειν ἀνομοθέτητον Arist.Pol.1269b19, ἀνομοθετήτῳ φύσεως δικαίῳ justicia natural no regulada por ley D.H.7.41.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνομοθέτητος, -ον)
1. αυτός που δεν ορίστηκε, δεν διευθετήθηκε με νόμο
2. αυτός που δεν προσαρμόζεται στα νομοθετημένα, αρρύθμιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοθέτητος: 1) не предусмотренный законом (ἀνομοθέτη κεῖσθαι Plat.);
2) не упорядоченный законами, живущий без законов (τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως Arst.).