αντηχώ: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(4)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀντηχῶ, -έω)<br />[[ανακλώ]] ήχο, [[αντιλαλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ηχώ, ακούγομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφιερώνω]] [[τραγούδι]] σε κάποιον ή [[τραγουδώ]] για κάποιο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> (για μουσικές χορδές) [[κάνω]] [[αντήχηση]]<br /><b>3.</b> [[εκφράζω]] [[αντίθεση]] με φωνές<br /><b>4.</b> [[αντιλέγω]].
|mltxt=(AM [[ἀντηχῶ]], [[ἀντηχέω]])<br />[[ανακλώ]] ήχο, [[αντιλαλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ηχώ, ακούγομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφιερώνω]] [[τραγούδι]] σε κάποιον ή [[τραγουδώ]] για κάποιο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> (για μουσικές χορδές) [[κάνω]] [[αντήχηση]]<br /><b>3.</b> [[εκφράζω]] [[αντίθεση]] με φωνές<br /><b>4.</b> [[αντιλέγω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 22 February 2021

Greek Monolingual

(AM ἀντηχῶ, ἀντηχέω)
ανακλώ ήχο, αντιλαλώ
νεοελλ.
ηχώ, ακούγομαι
αρχ.
1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός
2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση
3. εκφράζω αντίθεση με φωνές
4. αντιλέγω.