ἀνούτατος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνούτατος]] και [[ἀνούτητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν πληγώθηκε από [[χτύπημα]] ξίφους<br /><b>2.</b> ο [[άτρωτος]]<br /><b>3.</b> (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ουτάω]] «[[χτυπώ]] με όπλο»].
|mltxt=[[ἀνούτατος]] και [[ἀνούτητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν πληγώθηκε από [[χτύπημα]] ξίφους<br /><b>2.</b> ο [[άτρωτος]]<br /><b>3.</b> (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ουτάω]] «[[χτυπώ]] με όπλο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνούτᾰτος:''' -ον ([[οὐτάω]]), αυτός που δεν χτυπήθηκε από [[σπαθί]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνούτᾰτος Medium diacritics: ἀνούτατος Low diacritics: ανούτατος Capitals: ΑΝΟΥΤΑΤΟΣ
Transliteration A: anoútatos Transliteration B: anoutatos Transliteration C: anoytatos Beta Code: a)nou/tatos

English (LSJ)

ον,

   A unwounded bv stroke of sword, ἄβλητος καὶ ἀ. 11.4.540, cf. A.R.2.75.    II invulnerable, Nonn.D.16.157,al.    III where no wounds are inflicted, ἀγωνες ib.37.774.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ μὴ ἐκ τοῦ ἐγγὺς ξίφει τρωθείς, ἀνούτατος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Δ. 540, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 125.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non blessé.
Étymologie: ἀ, οὐτάω.

English (Autenrieth)

unwounded, Il. 4.540†. See οὐτάω.

Spanish (DGE)

(ἀνούτᾰτος) -ον
1 ileso, ἀνήρ ... ἄβλητος καὶ ἀ. Il.4.540, Polideuces, A.R.2.75, cf. Hsch.
2 invulnerable, Διόνυσος Nonn.D.16.157.
3 en que no se hiere ἀγῶνες Nonn.D.37.774.

Greek Monolingual

ἀνούτατος και ἀνούτητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους
2. ο άτρωτος
3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτάω «χτυπώ με όπλο»].

Greek Monotonic

ἀνούτᾰτος: -ον (οὐτάω), αυτός που δεν χτυπήθηκε από σπαθί, σε Ομήρ. Ιλ.